- Διειτρέφης
- Διειτρέφηςmasc acc pl (attic epic doric)Διειτρέφηςmasc nom/voc pl (doric aeolic)Διειτρέφηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Διειτρέφει — Διειτρέφης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Διειτρέφεϊ , Διειτρέφης masc dat sg (epic ionic) Διειτρέφης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διειτρέφη — Διειτρέφης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Διειτρέφης masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διειτρέφους — Διειτρέφης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διιπετής — διιπετής, ές (Α) 1. αυτός που έπεσε από τον Δία, δηλ. από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος 2. (για ποταμούς, ανέμους κ.λπ.) ορμητικός 3. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή ροή 4. θεϊκός, λαμπρός, αστραφτερός 5. φρ. «διιπετεῑς οἰωνοί» οιωνοί που πετούν προς … Dictionary of Greek
διιτρεφής — διιτρεφής, ές (Α) διοτρεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διιτρεφής πιθ. αντί διειτρεφής < δι (F)ει, αρχ. δοτ. / τοπική τού ονόμ. Ζευς (γεν. Διός) + τρεφής < τρέφω (βλ. και διιπετής)] … Dictionary of Greek